-
1 ἐμπολάω
A , ([etym.] ἀπ-) E.Tr. 973: [tense] fut. : [tense] aor. ἠμπόλησα, but in Is.11.43 ἐνεπόλησα (Scaliger for ἐνέπωλ-): [tense] pf. , Ar. Pax 367; lateἐμπεπόληκα Luc.Cat.1
:—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. : [tense] pf. ἠμπόλημαι, [dialect] Ion. ἐμπ ([etym.] ἐξ-) Hdt.1.1, S.Ant. 1036:— get by barter or traffic, once in Hom., in [voice] Med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο they were getting much substance by traffic, Od.15.456:—[voice] Act., get by sale, ἐξ ὧν [ προβάτων etc.] ἐνεπόληλαν τετρακισχιλίας [ δραχμάς] Is. l.c., cf. X.An.7.5.4: hence, earn, procure,τό γ' εὖ πράσσειν.. κέρδος ἐμπολᾷ S.Tr.93
.2 deal or trafficin,ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Id.Ant. 1037
; purchase, buy, Id.OT 1025, Ar.V. 444, Pax 367, 563, etc.; :—[voice] Med.,λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν E.Cret.7
.3 ἐ. τὴν ἐμὴν φρένα make profit of my mind by dealing with me, S.Ant. 1063.II abs., traffic,ἵν' ἐμπολᾷ βέλτιον Ar. Pax 448
; νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ to the amount of 50 drachmae, ib. 1201; .2 metaph., deal or fare in any way, ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα having dealt in most things with success, A.Eu. 631; κάλλιον ἐμπολήσει will fare better in health, Hp.Morb.4.49; ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ; S.Aj. 978.III ἐμπολῶντο· ἐνεβάλλοντο, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπολάω
См. также в других словарях:
κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» … Dictionary of Greek